- ὀρφανικόν
- ὀρφανικόςorphanedmasc acc sgὀρφανικόςorphanedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορφανικός — ή, ό (ΑΜ ὀρφανικός, ή, όν) [ορφανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια αρχ. 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek